Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Αμυγδαλιά νύφη

Αμυγδαλιά νύφη



Ήταν μέρες ηλιόλουστες, δώρο του Γενάρη στην αλκυόνα, για να μπορέσει τ’ αυγά της να γεννήσει στις όχθες τις αμμουδερές των ποταμιών. Είδαν το χρυσαφένιο ήλιο τα δέντρα και τάνιζαν τα κορμιά τους μουδιασμένα. Ακούγονταν φλυαρητά πουλιών καθώς ζέσταιναν το φτέρωμά τους ευτυχισμένα.
Λίγο πιο πέρα, μια μυγδαλίτσα όμορφη, μικρομεγαλωμένη, κοιτούσε γύρω ανυπόμονα κι έδειχνε κάποιον να περιμένει. Όταν ακόμη από την αγκαλιά της μάνας της σαν μύγδαλο χάμω στην γη βρέθηκε, τις ρίζες των γύρω δέντρων είχε ακούσει ψιθυριστά να λένε για κάποιο νιο λαμπρό, κατάξανθο, πού ‘χε ένα όνομα βυζαντινό, Απρίλιο τον έλεγαν, και θα ‘ταν όλες τυχερές όσες μαζί του θα παντεύονταν. Όμορφα στολισμένες, στ’ άρμα του νυφούλες θ’ ανεβαίναν. Σήμερα πάλι κρυφάκουε μέσα από τη γη να σιγοκουβεντιάζουν οι βιόλες κι οι πασχαλιές, να λεν για κείνον:
<< Σαν θα ‘ρθει ο Απρίλης, με μιας σχεδόν όλα τα δέντρα θα στολιστούν, πολύχρωμες γιρλάντες κι αναμμένα μικρά φαναράκια στα χέρια τους όλα θα κρατάνε. Ζουζούνια, πεταλούδες, μέλισσες ξετρελαμένες δε θα ξέρουν ποιαν απ’ όλες μας να πρωτοεπισκεφτούν… Ατέλειωτο πανηγύρι, μυστικό, ερωτικό, μας περιμένει… >>
Στέναξε με λαχτάρα η μυγδαλιά: << Αχ, αυτός ο γλυκός Απρίλης, θέλω κι εμένα νά‘ρθει να με πάρει. Στον ήλιο του να πρωτοστολιστώ, πάνω στ’ άρμα του να μ’ ανεβάσει, μαζί με τις βιόλες και τις πασχαλιές νύφη κι εγώ…Μα πού ‘ναι τος; Πότε θε να ‘ρθει; >>
Δίπλα της, μια γριά σταχτόκορμη συκιά, γάλα πικρό και τσουχτερό της το ‘χε φτιάξει
φθόνος αιώνων μέσα της αργά αργά καθώς είχε σταλάξει ότι αυτήν ποτέ τους, όπως
τ’ άλλα καρποφόρα, τ’ ανάλαφρα και τρυφερά μελίσσια δεν την χαϊδολόγησαν, μόνο
κάτι βρομόμαυρα ζουζούνια πλησίαζαν να την καρπίσουν. Μαράζι τόχενες κι ότι ποτέ κανείς στον ίσκιο της δε ‘ρχόταν ν’ αποκοιμηθεί. Άκουγε συχνά τους χωριανούς να λεν γι αυτήν: <<>> Και τα παιδιά, καθώς στις κλάρες της παίζοντας κρεμιόνταν, γρουσούζα και καταραμένη την ονόμαζαν, κι ας έκοβαν όλο αχαριστία τους καρπούς της.
Αυτή η γριά, η κακοπικραμένη, με ζήλια κοίταξε τη μικρούλα μυγδαλιά, καθώς με το ποδάρι της κάτω απ τις ρίζες της ψηλάφισε ανθάκια ροζ, μικρά, να τα ‘χει πλέξει στεφανάκι, να τα στολίσει στα μαλλιά. Σκέφτηκε τότε με κακία να την ξεγελάσει.
<< Μωρ’ συ, τώρα να πας! >>, της λέει ξαφνικά. << Ντύσου, στολίσου! Τώρα να στολιστείς! Έφτασ’ ο Απρίλης, σε περιμένει! >>
Την πίστεψ’ η μικρούλα μυγδαλιά κι άρχισε να φοράει τα ροζ ανθάκια στα μαλλιά της κι όλα τα ολόλευκα να βάζει νυφικά της.. Κι ύστερα μέσα στο κρύο στάθηκε στολισμένη , τον ξανθό Απρίλιο ν’ αναζητάει να τον δει να φθάνει, ηλιόλουστος επάνω στ’ άρμα του να τη ζεστάνει.
<< Σιγά που θα ‘ρχόταν ο Απρίλης να σε πάρει. Παντρέψου τώρα τον κουτσό Φλεβάρη! >> της φώναξε χαιρέκακα η συκιά, κι άρχισε με τα γύρω δέντρα να την κοροϊδεύει. Κι η κοντοστούπα η τσιτόνια, πιο δυνατά από όλους, χαχάνιζε και ξεφώνιζε:
<<>>
Θύμωσε ακούγοντάς τηνε ο γερο –Φλέβαρος. Το χέρι του σηκώνει για να την κάνει να πάψει, και τη χτυπάει, μα πάνω στ’ αγκάθια της τα δάχτυλά του τα τρυπάει και ματώνει. Με στάλες αίμα κόκκινο της γεμίζει τα κλαδιά. Όλα τα δέντρα βλέπουνε τώρα απορημένα δίπλα στην αμυγδαλιά με τα νυφικά την τσιτόνια στα κόκκινα ντυμένη.
Ο γέρο-Φλέβαρος κοιτώντας την όμορφη αμυγδαλιά σάστισε. Να φυσάει σταμάτησε.
Την πλησίασε δειλά δειλά με το κουτσό ποδάρι του, χαμογελώντας λίγο ντροπαλά.
Τέτοια ωραία κοπελιά ποτέ του δε φαντάστηκε πως θ’ άνθιζε για χάρη του. Γύρεψ’ απ’ τον ήλιο να βγει, λίγο να τη ζεστάνει. Κι από το βοριά να μη φυσήξει ολότελα και τηνε ξεγδύσει. Μόνο με το χιονιά δεν τα καλοσυμφώνησε.
<< Εγώ>>, του ειπ’ αυτός << άλλο λευκό απ’ το δικό μου το ολόλευκο δε γνωρίζω κι ούτε το δέχομαι. Το καίω και το καταστρέφομαι. Να μη βιαζόταν να σου στολιστεί. Στ’ ολόασπρο παλτό μου μπορούσε ν’ αρκεστεί…>>
Ο Φλέβαρος τον άκουε, αλλά δε συμφωνούσε. << Καλά, λέγε ό,τι θες, μουρμούριζε
και πίσω από τα πυκνά μουστάκια του κρυφογελούσε.
Την όμορφη νια και γυναίκα του θέλοντας να προστατέψει, με τον ήλιονα τα συμφώ-
σε δυο αχτίδες παραπάνω ζέστη για κείνη να ξοδέψει. Λίγες ηλιόλουστες ακόμη ημέ-ρες να της δώσει, κάτι απ’ τους καρπούς της, αν χιονίσει, να περισώσει.
Και τα κατάφερε σαν τον καλό γερο-χειμώνα, που ‘καμε δώρο στην αλκυόνα δυο τρεις ημέρες λιόλουστες, ζεστές, στου Γενάρη τις άγριες παγωνιές. Κι η μικροπαντρεμένη αμυγδαλιά την καλοσύνη του γέρο-άντρα της μ’ αγάπη αναγνωρίζει. Και από τότε, μοναχά γι αυτόν, μέσα στη βαρυχειμωνιά ολόκληρη ανθίζει….


(Απο τις ιστορίες, απο χώμα και ασημόσκονη - εκδόσεις Κέδρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: